αριστερόστροφος

αριστερόστροφος
-η, -ο και -ος, -ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μινθόνη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοτερπενική κετόνη που απαντά με τη μορφή δύο αντιπόδων της, από τους οποίους ο αριστερόστροφος αποτελεί μαζί με τη μινθόλη συστατικό τού μινθελαίου …   Dictionary of Greek

  • προλίνη — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία τού πυρρολιδινο 2 καρβοξυλικού οξέος, τού οποίου ο αριστερόστροφος αντίποδας, η L προλίνη, είναι αμινοξύ και συστατικό όλων τών πρωτεϊνών που έχουν μελετηθεί ώς τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Prolin <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”